- πρωτόμαχος
- πρωτόμαχοςfighting in the first rankmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πρωτόμαχος — fighting in the first rank masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτόμαχος — ον, Α 1. αυτός που μάχεται στην πρώτη γραμμή, ο πρόμαχος 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Πρωτόμαχος Αθηναίος που εκλέχθηκε στρατηγός μαζί με τον Κόνωνα μετά την καθαίρεση τού Αλκιβιάδη το 407 π. Χ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * μαχος (< μάχομαι)] … Dictionary of Greek
πρωτόμαχον — πρωτόμαχος fighting in the first rank masc/fem acc sg πρωτόμαχος fighting in the first rank neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πρωτομάχου — Πρωτόμαχος fighting in the first rank masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτομάχου — πρωτόμαχος fighting in the first rank masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πρωτομάχῳ — Πρωτόμαχος fighting in the first rank masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτομάχῳ — πρωτόμαχος fighting in the first rank masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πρωτόμαχον — Πρωτόμαχος fighting in the first rank masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ПРОТОМАХ — • Protomăchus, Πρωτόμαχος, 1. афинский полководец, который в сражении при Аргинузских островах победоносно предводительствовал правым крылом. От последовавшего затем судебного преследования против предводителей в этом сражении… … Реальный словарь классических древностей
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek